στορπάν

στορπάν
Α
(κατά τον Ησύχ.) «στορπάν
τήν ἀστραπήν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *ster- (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -ορ- στην αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (πρβλ. στροπά και βροτός: μορτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Στορπαίος — και Στορπᾱος, ὁ, Α [στορπάν] (προσωνυμία τού Διός στην Τεγέα) ο θεός τής αστραπής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”